04/06/2020
Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 90 τα χρόνια φεύγαν σαν μέρες. Κάθε μέρα, κάθε μήνας είχε και εξελίξεις ''κατακλυσμιαίας σημασίας'' όπως έλεγε ο Νίκος ο Τσόλης. Το 1996-97 ήταν η τελευταία χρονιά του ''Βαρώνου'', η οποία συνοδεύτηκε με τον υποβιβασμό στην Γ εθνική. Την επόμενη χρονιά, η διοίκηση του Χριστόφορου Παπαδόπουλου ανέβασε με περίπατο την ομάδα στην Β εθνική, ώστε το καλοκαίρι του 98 να αναλάβει τα ηνία της ομάδας ο Μάνθος Κολέμπας, από το Κεφαλόβρυσο. Για χρόνια δραστηροποιούταν επιχειρηματικά στην Σιβηρία και οι φήμες έλεγαν οτί ήταν ζάμπλουτος. Πράγματι εκείνο το καλοκαίρι έφτιαξε μια όμαδα που σήμερα άνετα θα σωνόταν στην Α εθνική. Πόσο μάλλον εκείνη την χρονιά να μπει στην 3άδα που θα κέρδιζαν τα εισιτήρια της ανόδου. Εκείνα τα χρόνια όμως, όλες οι ομάδες είχαν μεγάλους προυπολογισμούς, δυνατούς προέδρους και καλούς παίχτες. Η άνοδος λοιπόν θα κρινόταν στις λεπτομέρειες όπως οι προπονητές, οι τερματοφύλακες κλπ. Κλασσικά ο ΠΑΣ με τον τίτλο του φαβορί, δεν αποδίδει τα αναμενόμενα και βρίσκεται συνεχώς μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Με ένα καλό ντεμαράζ, νικάει Αγιο Νικόλαο και Καλλιθέα και φτάνει στην Λάρισα και στο Αλκαζάρ πέντε αγωνιστικές πριν το τέλος. Εκεί σε ένα επεισοδιακό ματς θα κερδίσει 0-2, στέλνοντας τους οπαδούς του στα ουράνια, αφού η επάνοδος στην Α εθνική έδειχνε πιο πιθανή από ποτέ. Αρκούσε να κερδίσει την Καλαμάτα την επόμενη αγωνιστική ή έστω να μην χάσει και από την Καλαμάτα και από την Παναχαική.
Όλη την εβδομάδα η πόλη βρισκόταν σε έκταση. Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στις 2 του Μάη, στις 16.00 στους Ζωσιμάδες. Κανένας δεν πίστευε οτι η ομάδα θα δυσκολευόταν με την Καλαμάτα. Μόνο λίγες φωνές στην ποδοσφαιρική πιάτσα της πόλης ακούγονταν διαφορετικά και ο Αποδυτηριάκιας του ''Φιλάθλου'' και μίλαγαν για μια επιταγή στο όνομα Κολέμπας που κυκλοφορούσε στην Λάρισα. Η υπόλοιπη πόλη ζούσε σε μια νιρβάνα. Λεωφορεία από Αθήνα και Θεσ/νίκη είχαν κλείσει από νωρίς, ενώ και τα περισσότερα εισιτήρια είχαν πουληθεί (μετά από αναμονή σε ουρές) στα τότε γραφεία της ΠΑΕ στην Δόμπολη. Οι σύνδεσμοι όλη την βδομάδα κόβανε χαρτάκια και κορδέλες, ενώ η παλιότερη γενιά είχε συσπειρωθεί στην ''μεγάλη'' βγάζοντας και τα θρυλικά μπλουζάκια ''Veterans Flash''.
Όλη την εβδομάδα καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Στις 14.00 της Παρασκευής τέλειωνα το μάθημα ως φοιτητής και είχα βγάλει εισιτήριο με τα ΚΤΕΛ στις 14.15 για να φτάσω όσο γίνεται νωρίτερα. Όμως ήταν τόση η τρέλα εκείνης της εποχής, που ήρθε με αμάξι ο φίλος μου ο Γιώργος με αμάξι κάνοντας καμιά 150άρα χιλιόμετρα παραπάνω για να με πάρει και να φτάσουμε Γιάννενα μαζί. Φτάνουμε Γιάννενα και κατευθείαν πάμε στον ''Ντέτσικα''. Ο ''Ντέτσικας'' ήταν μια ψησταριά στο γηροκομείο που έφερνε κλαρίνα. Το κλίμα στην πόλη πανηγυρικό, οπότε είχε φέρει κλαρίνα από την Παρασκευή το μεσημέρι. Γινόμαστε τσαμπούνα μαζί με όλο το μαγαζί. Σάββατο πρωί ανεβαίνουμε χωριό και εκεί πάλι κλαρίνα. Απλώνουμε και μια σημαία στα πεζούλια και γινόμαστε. Δυο στα δύο εμείς. ΠΑΣ, αγωνία για την μεγάλη μέρα και προσμονή για την μεγάλη νίκη.
Κυριακή πρωί και από τις 10.00 όλη η πόλη στο πόδι. Οι πάγκοι με τα κασκόλ, τα καπέλα, τις σημαίες και τα ''τσιμεντάκια'' ξεκινούσαν στο γήπεδο και έφταναν στην Καλούτσιανη. Οι καφετέριες γεμάτες με μπλε χρώμα. Στις 12.00 να υπάρχει ουρά στο γήπεδο για τα τελευταία εισιτήρια. Ξεκίναγε στο εκδοτήριο και έφτανε ως το γαλατάδικο της Τζαβέλλα. Στις 14.00 ανοίγουν οι πόρτες, αφού υπήρχαν ήδη ουρές σε όλες τις θύρες για να μπει ο κόσμος. Στις 15.00 η ''μεγάλη'' και η ''παλιά'' είναι ήδη γεμάτες. Φτάνουν τα λεωφορεία και μπαίνουν στην 7 τα μεγάλα πανό. Οι παίχτες γνωρίζουν την αποθέωση. Μπαίνουν και οι Καλαματιανοί σε μια γωνίτσα στην 9-10, πίσω από το κόρνερ. Είναι, δεν είναι 50 άτομα, αλλά ηρωικοί, αφού όλη η Ελλάδα μιλούσε για άνετη επικράτηση του ΠΑΣ. Στην είσοδο των θυρών μας παίρνει συνέντευξη η ΕΡΤ3 που ήρθε για ρεπορταζ και οι δημοσιογράφοι της, τα είχαν χάσει με το πλήθος που είχε μαζευτεί. Η ώρα 15.30, το γήπεδο τίγκα. Το λιγότερο 14,000 κόσμος. Η αγωνία σε συνδυασμό με την ζέστη κάνουν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. 15.55 και οι ομάδες βγαίνουν από την φυσούνα. Ο άερας γεμίζει από χαρτάκια, κορδέλες και καπνογόνα. Δεν είναι δυνατόν να χάσουμε. Ο κόσμος και το γήπεδο ένα ηφαίστειο που με το σφύριγμα της έναρξης θα παρέσερνε την Καλαμάτα σαν λάβα.
Το μάτς ξεκινάει και δεν αργούμε να καταλάβουμε οτι ο ΠΑΣ δεν πατάει καλά. Πολλά λάθη, πολύ άγχος και εύκολα πουλήματα της μπάλας. Η Καλαμάτα παίζει καλύτερα, πιο έξυπνα. Ο αρχικός ενθουσιασμός της κερκίδας γίνεται σιγα σιγά άγχος και μουρμούρα. Αυτή η παιχτούρα ο Σοάρες θα κάνει το 0-1 κάνοντας μας ακόμα πιο νευρικούς. Το ημίχρονο θα τελειώσει. Παρά τα νεύρα, όλοι πιστεύουμε οτι θα μιλήσει η έδρα, θα ξυπνήσει η ομάδα και θα βάλουμε τουλάχιστον ένα γκολ. Η ομάδα θα μπει στο 2ο πάλι νευρική. Δεν θυμάμαι αν κάναμε ευκαιρίες. Μπορεί και να κάναμε, αλλά τα 21 χρόνια είναι πολλά και η πίκρα μεγαλύτερη για να έχω αυτό το ματς στην μνήμη μου καθαρά. Θυμάμαι το 0-3 και το χειροκρότημα στον Δρούγα.
Τελικό σφύριγμα. Ένα γήπεδο βουβό. Μια πόλη βουβή. Βλέμματα απεγνωσμένα να προσπαθούν να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Δεν θέρω που κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι μόνο τον εαυτό μου με βρώμικο παντελόνι, το κασκόλ στο λαιμό και το καπέλο το ψηλό με τα κουδουνάκια (που ήταν τότε της οπαδικής μόδας), μέσα σε ένα παρακμιακό μπαρ στην Στοά Σαρκα, να μην καταλαβαίνει τίποτα.
Κείμενο: Θανάσης Χ.
Φωτογραφία: Δημήτρης Ε. (αλιευμένη από Καλαματιανό που ήταν μέσα στο γήπεδο)